: «Όλοι κλαίγαμε με τη σημαία – Οι διαταγές ήταν να εξοντώσουμε όσους περισσότερους μπορούσαμε κερδίζοντας χρόνο».
Δεκαπέντε χρόνια συμπληρώθηκαν, από την αποφράδα εκείνη νύχτα του Ιανουαρίου του 1996. Τη νύχτα, που τρεις γενναίοι άνδρες του Πολεμικού Ναυτικού έδωσαν τις ζωέςτους, για την πατρίδα που σερνόταν στην κρίση των Ιμίων. Την κρίση, που έδωσε αφορμή στην Τουρκία, να θέσει το ζήτημα των «Γκρίζων Ζωνών» στο Αιγαίο, αμφισβητώντας την κυριαρχία της Ελλάδας σε αρκετά νησιά. Σήμερα, τόσα χρόνια μετά, μαθαίνουμε ότι, αν και ο κ. Σημίτης ευχαριστούσε (γιατί;) τους Αμερικάνους αν και ο κ. Πάγκαλος πρότεινε να πουν, ότι τη σημαία την πήρε ο…αέρας στα Ίμια, υπήρχαν πάνω στις βραχονησίδες πραγματικοί Έλληνες και πραγματικοί άνδρες που ήταν έτοιμοι να δώσουν τη ζωή τους.
Δεν ήταν διατεθειμένοι να διαπραγματευτούν με σκυμμένο το κεφάλι σαν τους ραγιάδες, ούτε να πουν ψέμματα σε όλο το λαό για «τα ξερονήσια με τα κατσίκια», όπως τα έλεγε τότε ο Κλίντον.
Πριν περάσουμε στη συγκλονιστική περιγραφή της κρίσης των Ιμίων από τα χείλη του υποπλοιάρχου των ΟΥΚ Θεόδωρου Μούση, αισθανόμαστε κι εμείς ότι πρέπει να επαναλάβουμε τα ονόματα των τριών Ελλήνων, που έπεφταν νεκροί όταν έπεφτε το ελικόπτερο τους, την ίδια ώρα που ανέβαιναν στα Ίμια δέκα Τούρκοι κομάντος: Χριστόδουλος Καραθανάσης, Παναγιώτης Βλαχάκος, Έκτορας Γιαλοψός. Παρόντες…
Ξέραμε πως θα πεθάνουμε
«Στις επτά και μισή, πήραμε διαταγή να μαζέψουμε ια πράγματα και να πάρουμε το σύμβολο μαζί μας», περιγράφει ο Θεόδωρος Μούσης, ο οποίος ήταν ο επικεφαλής των ανδρών, των βατραχανθρώπων που βρίσκονταν επάνω στο πετρώδες, ξερό έδαφος της βραχονησίδας ακάλυπτοι, σαν πρόβατα επί σφαγήν. «Πήγαμε εκεί ξέροντας ότι θα πεθαίναμε στην περίπτωση εμπλοκής. Αυτές ήταν οι διαταγές. Στόχος μας; Να εξοντώσουμε όσους περισσότερους μπορούσαμε κερδίζοντας χρόνο. Γι’ αυτό και ο εξοπλισμός μας ήταν υπερσύγχρονος», προσθέτει ο επικεφαλής των Ελλήνων βατραχανθρώπων. Η ΟΥΚ είχε εντολή να εγκατασταθεί εκεί ώστε να ελέγχει τις κινήσεις των Τούρκων βατραχανθρώπων, που αποβιβάστηκαν στη βραχονησίδα, ενώ παρακολουθούσε τη τουρκική φρεγάτα τύπου «Μέκο», η οποία προσέγγιζε τη δυτική ‘Ιμια.
«Να μην κατεβάσουμε τη σημαία, είπαν κάποια από τα παιδιά. Όλοι κλαίγαμε. Ο ένας κράταγε τον άλλον. Με βαριά καρδιά, λίγο πριν αποχωρήσουμε έδωσα παράγγελμα: “Προσοχή”. Είπαμε τον εθνικό ύμνο και στις 8.30 πήραμε τη σημαία και φύγαμε».
Τα λόγια του Θ. Μούση είναι απόδειξη ότι όλοι ήιαν έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τα χειρότερα, να ρισκάρουν, να σκοτώσουν, αλλά και να θυσιαστούν για την πατρίδα, όπως τα τρία μέλη του πληρώμαιος του ελικόπτερου του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού, που πέταγε εκείνη την ώρα πάνω από τα Ίμια.
Αυτή, είναι η μια πλευρά. Η άλλη καταγράφεται γλαφυρά μέσα από το βιβλίο, που έγραφαν οι δημοσιογράφοι ΑΘ. ‘Ελλις και Μ. Ιγνατίου, για την κρίση των Ιμίων. «Να φύγουμε από τα Ίμια και να τερματιστεί η κρίση, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα ξαναγυρίσουμε στα Ίμια», είπε ο τότε πρωθυπουργός, Κώστας Σημίτης και ο τότε υπουργός Εξωτερικών Θεόδωρος Πάγκαλος, όπως αποκαλύπτεται από το βιβλίο τους με τα απόρρητα τηλεγραφήματα των Αμερικανών, πρότεινε:
«Να πούμε ότι την σημαία την πήρε ο αέρας και να κλείσουμε την υπόθεση». Αυτό είναι ανδρεία…
Και δεκαπέντε χρόνια μετά, ας το ξεκαθαρίσουμε. Ο τότε δήμαρχος της Καλύμνου, ο οποίος σήκωσε την Ελληνική σημαία στη βραχονησίδα, κατηγορήθηκε από τους συντρόφους του στο ΠΑΣΟΚ, ότι «έριξε λάδι στη φωτιά» και ότι μπορεί να μην είχε συμβεί τίποτα αν δεν το έκανε. Ομως, ποτέ δεν μετάνιωσε για την πράξη του, να τοποθετήσει την ελληνική σημαία σε ένα από τα δύο νησιά και καλά έκανε.
Ο Δημήτρης Διακομιχάλης, φοβόταν και μερικές ημέρες μετά, θα επαληθευτεί, ότι οι γείτονες αμφισβητούν την ελληνικότητα των Ιμίων και συνοδευόμενος από τον αστυνομικό διευθυντή Καλύμνου, τον ιερέα και δύο κατοίκους του νησιού ύψωσε την ελληνική σημαία. Μια μέρα αργότερα, το ελληνικό σύμβολο αντικαταστάθηκε με το τουρκικό.
Ο Τούρκος δημοσιογράφος, πράκτορας της MIT, όπως αποδείχθηκε αργότερα, Σερτ Τσεσούρ, και ο συνάδελφος του κατέφθασαν στα Ίμια πήραν την ελληνική σημαία την οποία παρέδωσαν στην εφημερίδα «Χουριέτ» στη Σμύρνη, και πλέον ανέμιζε η δική τους.
Δεν ήταν διατεθειμένοι να διαπραγματευτούν με σκυμμένο το κεφάλι σαν τους ραγιάδες, ούτε να πουν ψέμματα σε όλο το λαό για «τα ξερονήσια με τα κατσίκια», όπως τα έλεγε τότε ο Κλίντον.
Πριν περάσουμε στη συγκλονιστική περιγραφή της κρίσης των Ιμίων από τα χείλη του υποπλοιάρχου των ΟΥΚ Θεόδωρου Μούση, αισθανόμαστε κι εμείς ότι πρέπει να επαναλάβουμε τα ονόματα των τριών Ελλήνων, που έπεφταν νεκροί όταν έπεφτε το ελικόπτερο τους, την ίδια ώρα που ανέβαιναν στα Ίμια δέκα Τούρκοι κομάντος: Χριστόδουλος Καραθανάσης, Παναγιώτης Βλαχάκος, Έκτορας Γιαλοψός. Παρόντες…
Ξέραμε πως θα πεθάνουμε
«Στις επτά και μισή, πήραμε διαταγή να μαζέψουμε ια πράγματα και να πάρουμε το σύμβολο μαζί μας», περιγράφει ο Θεόδωρος Μούσης, ο οποίος ήταν ο επικεφαλής των ανδρών, των βατραχανθρώπων που βρίσκονταν επάνω στο πετρώδες, ξερό έδαφος της βραχονησίδας ακάλυπτοι, σαν πρόβατα επί σφαγήν. «Πήγαμε εκεί ξέροντας ότι θα πεθαίναμε στην περίπτωση εμπλοκής. Αυτές ήταν οι διαταγές. Στόχος μας; Να εξοντώσουμε όσους περισσότερους μπορούσαμε κερδίζοντας χρόνο. Γι’ αυτό και ο εξοπλισμός μας ήταν υπερσύγχρονος», προσθέτει ο επικεφαλής των Ελλήνων βατραχανθρώπων. Η ΟΥΚ είχε εντολή να εγκατασταθεί εκεί ώστε να ελέγχει τις κινήσεις των Τούρκων βατραχανθρώπων, που αποβιβάστηκαν στη βραχονησίδα, ενώ παρακολουθούσε τη τουρκική φρεγάτα τύπου «Μέκο», η οποία προσέγγιζε τη δυτική ‘Ιμια.
«Να μην κατεβάσουμε τη σημαία, είπαν κάποια από τα παιδιά. Όλοι κλαίγαμε. Ο ένας κράταγε τον άλλον. Με βαριά καρδιά, λίγο πριν αποχωρήσουμε έδωσα παράγγελμα: “Προσοχή”. Είπαμε τον εθνικό ύμνο και στις 8.30 πήραμε τη σημαία και φύγαμε».
Τα λόγια του Θ. Μούση είναι απόδειξη ότι όλοι ήιαν έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τα χειρότερα, να ρισκάρουν, να σκοτώσουν, αλλά και να θυσιαστούν για την πατρίδα, όπως τα τρία μέλη του πληρώμαιος του ελικόπτερου του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού, που πέταγε εκείνη την ώρα πάνω από τα Ίμια.
Αυτή, είναι η μια πλευρά. Η άλλη καταγράφεται γλαφυρά μέσα από το βιβλίο, που έγραφαν οι δημοσιογράφοι ΑΘ. ‘Ελλις και Μ. Ιγνατίου, για την κρίση των Ιμίων. «Να φύγουμε από τα Ίμια και να τερματιστεί η κρίση, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα ξαναγυρίσουμε στα Ίμια», είπε ο τότε πρωθυπουργός, Κώστας Σημίτης και ο τότε υπουργός Εξωτερικών Θεόδωρος Πάγκαλος, όπως αποκαλύπτεται από το βιβλίο τους με τα απόρρητα τηλεγραφήματα των Αμερικανών, πρότεινε:
«Να πούμε ότι την σημαία την πήρε ο αέρας και να κλείσουμε την υπόθεση». Αυτό είναι ανδρεία…
Και δεκαπέντε χρόνια μετά, ας το ξεκαθαρίσουμε. Ο τότε δήμαρχος της Καλύμνου, ο οποίος σήκωσε την Ελληνική σημαία στη βραχονησίδα, κατηγορήθηκε από τους συντρόφους του στο ΠΑΣΟΚ, ότι «έριξε λάδι στη φωτιά» και ότι μπορεί να μην είχε συμβεί τίποτα αν δεν το έκανε. Ομως, ποτέ δεν μετάνιωσε για την πράξη του, να τοποθετήσει την ελληνική σημαία σε ένα από τα δύο νησιά και καλά έκανε.
Ο Δημήτρης Διακομιχάλης, φοβόταν και μερικές ημέρες μετά, θα επαληθευτεί, ότι οι γείτονες αμφισβητούν την ελληνικότητα των Ιμίων και συνοδευόμενος από τον αστυνομικό διευθυντή Καλύμνου, τον ιερέα και δύο κατοίκους του νησιού ύψωσε την ελληνική σημαία. Μια μέρα αργότερα, το ελληνικό σύμβολο αντικαταστάθηκε με το τουρκικό.
Ο Τούρκος δημοσιογράφος, πράκτορας της MIT, όπως αποδείχθηκε αργότερα, Σερτ Τσεσούρ, και ο συνάδελφος του κατέφθασαν στα Ίμια πήραν την ελληνική σημαία την οποία παρέδωσαν στην εφημερίδα «Χουριέτ» στη Σμύρνη, και πλέον ανέμιζε η δική τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου